- νευρώ
- νευρῶ, -όω (ΑΜ)βλ. νευρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νευρῶ — νευρόω strain the sinews pres subj act 1st sg νευρόω strain the sinews pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύρῳ — νεύ̱ρῳ , νεῦρον sinew neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρώνω — (ΑΜ νευρῶ, όω, Μ και νευρώνω) [νεύρον] παθ. νευρώνομαι, νευροῡμαι, όομαι αποκτώ πολλά νεύρα μσν. προσαρμόζω νευρά σε τόξο μσν. αρχ. ενισχύω, ενδυναμώνω αρχ. 1. νευριάζω κάποιον 2. (στον παθ. παρακμ.) νενεύρωμαι α) έχω το πέος τεντωμένο β) μτφ.… … Dictionary of Greek
νεύρωμα — το (Α νεύρωμα) νεοελλ. ιατρ. σπάνιος καλοήθης όγκος που αποτελείται από νευρικά κύτταρα και νευρικές ίνες αρχ. ο τένοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρῶ. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. neuroma < νεύρωμα και μαρτυρείται από το 1891… … Dictionary of Greek
νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… … Dictionary of Greek
παχυνευρώ — έω, Α έχω παχείς τένοντες ή μυς, όπως λ.χ. συμβαίνει σε περίπτωση αρθρίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + νευρῶ (< νευ ρος < νεῦρον)] … Dictionary of Greek
συρράπτω — ΝΜΑ [ῥάπτω] 1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συνενώνω με ραφή («δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός», Ησίοδ.) 2. συνάπτω, συνδέω, συνενώνω («συρράπτω τα φύλλα χαρτιού») 3. συναρμολογώ από διάφορα τεμάχια, ιδίως συνθέτω σύγγραμμα παίρνοντας ύλη… … Dictionary of Greek